Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραθεριστής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραθεριστής ο [paraθeristís] Ο7 θηλ. παραθερίστρια [paraθerístria] Ο27 : αυτός που παραθερίζει κάπου (σε ένα εξοχικό, παραθαλάσσιο κτλ. μέρος): Παρακαλούνται οι παραθεριστές να διατηρούν τις ακτές καθαρές.

[λόγ. παραθερισ- (παραθερίζω) -τής· λόγ. παραθερισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
παραθεριστής ο.
  • Αυτός που θερίζοντας επεκτείνεται παράνομα και στο γειτονικό χωράφι:
    • (Μαλαξός, Νομοκ. 394).

[<αόρ. του παραθερίζω+ κατάλ. ‑τής. Η λ. και σήμ. κρητ. και κοιν. με διαφορ. σημασ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go