Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραδειγματικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
παραδειγματικός, επίθ.
  • Που χρησιμεύει ως παράδειγμα:
    • Μύθος παραδειγματικός, διηγημένος από την Μαρκόλφαν εις την βασίλισσαν (Μπερτολδίνος 112).

[μτγν. επίθ. παραδειγματικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραδειγματικός -ή -ό [paraδiγmatikós] Ε1 : 1. που αποτελεί, που αναφέρεται ή που χρησιμεύει ως παράδειγμα: α. για να διδάσκει, να σωφρονίζει: Παραδειγματική τιμωρία. β. επειδή είναι εξαιρετικός, άψογος, πρότυπος· (πρβ. υποδειγματικός): Παραδειγματική συμπεριφορά / πειθαρχία / καθαριότητα. 2. (γλωσσ.) ~ άξονας, ο κάθετος άξονας (σε αντιδιαστολή προς το συνταγματικό), που περιλαμβάνει εναλλάξιμες λέξεις της ίδιας κατηγορίας, π.χ. ανήλικος / νέος / ώριμος / ενήλικος / ηλικιωμένος άνθρωπος. παραδειγματικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Tιμωρήθηκε ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. παραδειγματικός· 2: γαλλ. paradigmatique (στη νέα σημ.) < υστλατ. paradigmaticus < ελνστ. παραδειγματικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go