Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδαρμός ο [paraδarmós] Ο17 : (λαϊκότρ., λογοτ.) βάσανα, ταλαιπωρίες, δυσάρεστες περιπέτειες.
[παραδαρ- (παραδέρνω) 1 -μός]
[Λεξικό Κριαρά]
- παραδαρμός ο· παραδραμός· παρεδαρμός· περιδραμός.
-
- Ταλαιπωρία, βάσανο:
- (Συναδ. φ. 112r)·
- περισσεύθηκα πολλούς παραδραμούς και πόνους (Σαχλ., Αφήγ. 160).
[<παραδέρνω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ταλαιπωρία, βάσανο:



