Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγουανός -ή -ό [paraγuanós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην Παραγουάη ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Παραγουανή κυβέρνηση. Παραγουανή πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Παραγουανός, θηλ. Παραγουανή, ο κάτοικος της Παραγουάης. || (ως επίθ.): Παραγουανός ποδοσφαιριστής.
[λόγ. Παραγου(άη) -ανός < ισπαν. Ρaraguay ή μέσω του γαλλ. Ρaraguay (ορθογρ. δαν.)]



