Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγοντισμός ο [paraγondizmós] Ο17 : (μειωτ.) η συμπεριφορά, οι δραστηριότητες του παράγονταI2: Aνθεί ο ~ στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
[λόγ. παραγοντισ- (παραγοντίζω) -μός]



