Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραγγέλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραγγέλλω [parangélo] -ομαι Ρ πρτ. παρήγγελλα και παράγγελλα, αόρ. παρήγγειλα, απαρέμφ. παραγγείλει, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, απαρέμφ. παραγγελθεί, μππ. παραγγελμένος & παραγγέλνω [parangélno] -ομαι Ρ πρτ. παράγγελνα, αόρ. παράγγειλα, απαρέμφ. παραγγείλει, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, απαρέμφ. παραγγελθεί, μππ. παραγγελμένος : 1. διαβιβάζω εντολές, πληροφορίες, συστάσεις, ζητώ να πραγματοποιηθεί η θέληση, η επιθυμία μου: Tου παράγγειλα να έρθει το γρηγορότερο. Mου παρήγγειλε πως θέλει να με δει. Tους παράγγειλα να μην ξεκινήσουν, γιατί ο καιρός χάλασε. Ο ιδιοκτήτης μάς παράγγειλε να αδειάσουμε το σπίτι, γιατί θα μείνει ο ίδιος. || δίνω εντολή στο σερβιτόρο να μου φέρει κτ.: Έχω παραγγείλει ένα μπιφτέκι και σαλάτα. Tι θα παραγγείλετε παρακαλώ; Παράγγειλέ μου έναν καφέ. 2. δίνω εντολή σε κπ. (άμεσα ή μέσο τρίτων) να μου προμηθεύσει κτ. ή να κατασκευάσει κτ. για λογαριασμό μου: Tα μηχανήματα του εργοστασίου έχουν παραγγελθεί στο εξωτερικό. Παρήγγειλα στον επιπλοποιό έναν καναπέ κι ένα τραπέζι.

[λόγ. < αρχ. παραγγέλλω· αρχ. παραγγέλ(λω) μεταπλ. -νω κατά το αρχ. σχ.: ἔκαμον - κάμνω, ἔτεμον - τέμνω (σύγκρ. φέρνω < φέρω)]

[Λεξικό Κριαρά]
παραγγέλλω· παραγγείλνω· παραγγέλνω· παραγγένω· παραγγέρνω· παρατ. επαρέγγελα· αόρ. επαρέγγειλα· επαρήγγειλα· παθ. αόρ. επαραγγείλθηκα· επαραγγείλθην.
  • 1)
    • α) Στέλνω μήνυμα, μηνώ, κοινοποιώ, λέω κ. σε κάπ.:
      • (Απόκοπ. 461), (Αχιλλ. (Smith) O 164
      • εσίμωσαν όλα τα παιδιά του Ίσραελ και επαράγγειλέ τους (ενν. ο Μοσέ) το όλο ος εσύντυχεν ο Κύριος (Πεντ. Έξ. XXXIV 32
    • β) προειδοποιώ:
      • Τούτο δε πάσι προφωνώ και πάσι παραγγέλνω: είτις δειλιάσει … (Γεωργηλ., Βελ. Λ 271· Πεντ. Γέν. XXVI 11).
  • 2)
    • α) Διαβιβάζω εντολή, παραγγελία:
      • (Διγ. Z 2953
    • β) (προκ. για γιατρό) ορίζω τρόπο θεραπείας:
      • απέθανεν, διατί ουδέν εκράτησεν την δίαιταν οπού τον επαράγγειλεν ο ιατρός (Ασσίζ. 1791).
  • 3)
    • α) Διατάζω κάπ. να κάνει κ., δίνω διαταγή, προσταγή:
      • (Προδρ. IV 505), (Έκθ. χρον. 346
      • Παράγγελνε … τους χαρατζαρέους μην αδικούσι τους πτωχούς (Ιστ. Βλαχ. 1521
    • β) (για το Θεό):
      • (Πεντ. Γέν. XXI 4, Δευτ. XIII 6
      • (με σύστ. αντικ.):
        • (Πεντ. Λευιτ. XXVII 34
    • γ) (για τη μοίρα):
      • (Κυπρ. ερωτ. 932
    • δ) (για τους προγόνους) αφήνω
      • δ1) υποθήκη, συνήθεια για να τηρείται:
        • Ήτον από τους παλαιούς τούτο παραγγελμένο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1993
      • δ2) (για διαθήκη):
        • την ώραν του θανάτου ενθυμούμενος … έκαμεν και έκραξαν εμέν … ίνα γράψω … ό,τι αυτός παραγγένει (Βαρούχ. 1404).
  • 4)
    • α) Συμβουλεύω, συνιστώ:
      • παραγγέλλω σου μηδέν βάλεις το κορμίν σου και την βασιλείαν σου εις δικιμήν (Μαχ. 6446
    • β) διδάσκω, κηρύττω:
      • το ευαγγέλιον … τον μισθόν εν ουρανοίς ελπίζειν παραγγέλνει (ενν. τους μοναχούς) (Ιστ. Βλαχ. 1826
    • γ) υποδεικνύω, καθοδηγώ:
      • παραγγέλλει το αυτόν βιβλίον το πώς να κερδέσουν οι άνθρωποι τες αρετές (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 73).
  • 5) Παρακαλώ, δέομαι:
    • παραγγέλλων την άπειρον αυτού (ενν. Ιησού Χριστού) ευσπλαχνίαν … ευρείν έλεος (Σεβήρ., Διαθ. 18912).
  • 6) Τιμωρώ, σωφρονίζω:
    • (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 107).
  • Φρ. παραγγέλλω ευλογιά = (προκ. για το Θεό) δίνω την ευλογία μου, ευλογώ:
    • (Πεντ. Λευιτ. XXV 21, Δευτ. XXVIII 8).

[αρχ. παραγγέλλω. Ο τ. ‑λνω στο Somav. (στη λ.) και σήμ. Ο τ. ‑ένω σε δημ. τραγ. Ο τ. ‑ρνω στο Βλάχ. (στη λ.) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες