Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγέμισμα 1 το [parajémizma] Ο49 : (παλαιότ.) η γέμιση.
[παραγεμισ- (παραγεμίζω) 1 -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγέμισμα 2 το : το υπερβολικό γέμισμα.
[παραγεμισ- (παραγεμίζω) 2 -μα]



