Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρέκει
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρέκει [paréki] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) παρακεί. (έκφρ.) ως εδώ* και μη ~!

[μσν. παρέκει < ελνστ. παρεκεῖ `εκεί κοντά΄ (μετακ. τόνου όπως συχνά στα σύνθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες