Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράνοια η [paránia] Ο27 : (ψυχιατρ.) βλάβη, κλονισμός της ψυχοπνευματικής ισορροπίας. || (επέκτ.) παραλογισμός, παραφροσύνη: Tον είδα σε κατάσταση παράνοιας.
[λόγ. < αρχ. παράνοια `τρέλα΄ & νλατ. paranoia (ψυχιατρ.) < αρχ. παράνοια]



