Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παππίας ο.
-
- (Θωπευτ.) πατερούλης·
- (εδώ σε προσφών. προς ηγούμενο) «πάτερ»:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 262·).
- (εδώ σε προσφών. προς ηγούμενο) «πάτερ»:
- Έκφρ. μέγας παππίας = αξίωμα, τιμητικός τίτλ. στο Βυζάντιο:
- (Μαλαξός, Νομοκ. 515).
[αρχ. ουσ. παππίας]
- (Θωπευτ.) πατερούλης·



