Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπαρδέλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπαρδέλα η [paparδéla] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) λόγια του αέρα, φλυαρία, μωρολογία: Άσε τις παπαρδέλες κι έλα να μιλήσουμε σοβαρά.

[ιταλ. pappardella (αρχική σημ. στον πληθ. pappardelle: `λαζάνια΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπαρδέλας ο [paparδélas] Ο3 : (προφ.) άνθρωπος φλύαρος, αερολόγος.

[παπαρδέλ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες