Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παπαδοπούλα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
παπαδοπούλα η.
  • Κόρη παπά:
    • (Διακρούσ. 9428).

[<πληθ. του ουσ. παπάς + κατάλ. ‑πούλα. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go