Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παπαδοπαίδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπαδοπαίδι το [papaδopéδi] Ο44α : 1. παιδί παπά. 2. παιδί που βοηθάει τον ιερέα στην τέλεση της λειτουργίας: Δυο παπαδοπαίδια κρατούσαν τα εξαπτέρυγα.

[παπαδ- (παπάς) -ο- + παιδ(ί) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go