Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παπαγαλιστί
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπαγαλιστί [papaγalistí] επίρρ. : (λόγ.) με τρόπο παπαγαλίστικο.

[λόγ. παπαγάλ(ος)2 -ιστί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπαγαλίστικος -η -ο [papaγalístikos] Ε5 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε παπαγάλο2: Παπαγαλίστικο διάβασμα. παπαγαλίστικα ΕΠIΡΡ.

[παπαγάλ(ος)2 -ίστικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go