Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανό
36 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανό το [panó] Ο (άκλ.) : μεγάλο κομμάτι συνήθ. από ύφασμα στο οποίο είναι γραμμένο κάποιο μήνυμα και το οποίο αναρτάται οπουδήποτε: Διαφημιστικά ~. Στην είσοδο του χωριού, ένα τεράστιο ~ καλωσόριζε τους επισκέπτες. Οι υποψήφιοι βουλευτές συμφώνησαν να μη χρησιμοποιήσουν ~ κατά την προεκλογική τους εκστρατεία.

[λόγ. < γαλλ. panneau]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανόδετος -η -ο [panóδetos] Ε5 : (για βιβλία κτλ.) που είναι δεμένος με πανί (σε αντιδιαστολή προς τα χαρτόδετος, δερματόδετος): ~ τόμος. Πανόδετο ημερολόγιο / άλμπουμ.

[λόγ. παν(ί) -ο- + δέ(νω) -τος μτφρδ. αγγλ. cloth-bound]

[Λεξικό Κριαρά]
πανοικτίρμων ‑ονας, επίθ.
  • (Ως επίθ. του Θεού ή του Χριστού) ελεήμων στον υπέρτατο βαθμό, πολυεύσπλαχνος:
    • (Διγ. Esc. 781), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 365r).

[παλαιότ. επίθ. πανοικτίρμων (4. αι., TLG) <παν‑ + επίθ. οικτίρμων. Η λ. και σήμ. εκκλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
πανόκλα η,
βλ. πανούκλα.
[Λεξικό Κριαρά]
πανολοσχερώς, επίρρ.
  • (Επιτ.) εξ ολοκλήρου, παντελώς:
    • (Ερμον. Ψ 275).

[<παν‑ + επίρρ. ολοσχερώς]

[Λεξικό Κριαρά]
πανόμοιος, επίθ.
  • Εντελώς όμοιος:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2999).

[μτγν. επίθ. πανόμοιος. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανόμοιος -α -ο [panómios] Ε6 : που είναι εντελώς, απόλυτα όμοιος με άλλον.

[λόγ. < ελνστ. πανόμοιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανομοιότυπος -η -ο [panomiótipos] Ε5 : για ό,τι είναι απόλυτα πιστή αναπαράσταση ή αντιγραφή άλλου (πρωτοτύπου): Πανομοιότυπη εικόνα.

[λόγ. παν- + ελνστ. ὁμοιότυπος `που έχει όμοια μορφή΄]

[Λεξικό Κριαρά]
πανονόστιμος, επίθ.,
βλ. παννόστιμος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανοπλία η [panoplía] Ο25 : η αμυντική, προστατευτική περιβολή (από δέρμα, μέταλλο κτλ.) των πολεμιστών σε παλαιότερες εποχές (π.χ. το κράνος, θώρακας, κνημίδες κτλ.): Οι βαριές σιδερένιες πανοπλίες των ιπποτών.

[λόγ. < αρχ. πανοπλία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες