Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανωπροίκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανωπροίκι το [panopríki] & απανωπροίκι το [apanopríki] Ο44 : (λαϊκότρ.) ό,τι προσφέρεται επιπλέον συμφωνημένης προίκας. || (προφ., λαϊκ.) προμήθεια επιπλέον της συμφωνημένης ή της νόμιμης.

[πανω-, απανω- + προίκ(α) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go