Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παντοκράτωρ ‑ορας ο.
-
- 1) (Ως κύρ. όν.)
- α) ο Παντοδύναμος, ο Θεός:
- (Ch. pop. 62)·
- θαρρώ εις τον δημιουργόν και πάντων Παντοκράτωρ (Αργυρ., Βάρν. K 168)·
- β) (συνεκδ.) οδός και πύλη της πόλης του Ηρακλείου:
- Γνωρίζεις … την Πετρού …, απού στον Παντοκράτορα στέκει, στην Άγιαν Άννα (Φορτουν. Γ́ 668· Τζάνε, Κρ. πόλ. 48322).
- α) ο Παντοδύναμος, ο Θεός:
- 2) (Ως επίθ.) εξουσιαστής των πάντων, παντοδύναμος·
- (εδώ ως προσων. και προσφών. του Θεού ή του Χριστού):
- ετάφη … εν τῃ … βασιλικῄ μονῄ του Παντοκράτορος Χριστού και Θεού (Byz. Kleinchron. Ά 11814· Φλώρ. 693).
- (εδώ ως προσων. και προσφών. του Θεού ή του Χριστού):
[μτγν. ουσ. παντοκράτωρ. Η λ. (‑ορας) και σήμ.]
- 1) (Ως κύρ. όν.)



