Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντελεήμων
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παντελεήμων, επίθ.
  • (Προκ. για το Θεό) που ελεεί τους πάντες, φιλεύσπλαχνος:
    • ο Θεός ο εύσπλαγχνος και ο παντελεήμων (Περί ξεν. 149 κριτ. υπ).

[<παντ(ο)‑ + επίθ. ελεήμων. Η λ. τον 7. αι. και σήμ. ως κύρ. όν., ως όν. μονών, εκκλησιών και ως επίθ. του Θεού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες