Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανοσιολογιότατος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανοσιολογιότατος ο [panosiolojiótatos] Ο20α : (έκκλ.) ως τιμητική προσηγορία αρχιμανδρίτη απόφοιτου θεολογικής σχολής.

[λόγ. πανόσι(ος) -ο- + λογιότατος υπερθ. του λόγιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go