Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανιάζω [panázo] Ρ2.1α μππ. πανιασμένος : (προφ.) 1. αποκτώ πανάδες. 2. χλωμιάζω, γίνομαι κατακίτρινος (από ταραχή, φόβο, τρόμο κτλ.)· γίνομαι πανί. 3. (για τρόφιμα) μουχλιάζω.

[πάν(α δες και πανάδα) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες