Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανθεϊστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανθεϊστικός -ή -ό [panθeistikós] Ε1 : που είναι σύμφωνος με τον πανθεϊσμό: Πανθεϊστική φιλοσοφία / αντίληψη / διδασκαλία.

[λόγ. < γαλλ. panthéistique < panthéist(e) = πανθεϊστ(ής) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go