Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανευγενής, επίθ.· υπερθ. πανευγενέστατος.
-
- 1) Που κατάγεται από πολύ αρχοντική γενιά:
- Είς των Ελλήνων βασιλεύς, πανευγενής και ανδρείος (Αχιλλ. (Smith) N 27).
- 2) Που έχει πολύ ευγενικά αισθήματα, τρόπους:
- στρατιώτης πανευγενής ασχολιέται την ωραίαν (Λίβ. N 1717)·
- (σε θέση ουσ.):
- ο ημέτερος υιός … διά πόθον της πανευγενούς καρδιοδιχοτομείται (Φλώρ. 214)·
- (σε προσφών. αγαπημένου προσώπου):
- αυθέντα μου χρυσέ και πανευγενέστατε (Διγ. Άνδρ. 3563).
- 3) Που έχει εξαιρετική ομορφιά και αρχοντιά:
- (Κορων., Μπούας 8).
[<παν‑ + επίθ. ευγενής. Η λ. τον 9. αι. (TLG)]
- 1) Που κατάγεται από πολύ αρχοντική γενιά:



