Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παναμαϊκός -ή -ό [panamaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Παναμά ή στους Παναμέζους ή προέρχεται από αυτόν ή από αυτούς: Παναμαϊκή κυβέρνηση. Παναμαϊκή σημαία. Πλοίο με παναμαϊκή σημαία.
[λόγ. Παναμά(ς) -ικός]



