Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παναγροτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παναγροτικός -ή -ό [panaγrotikós] Ε1 : που συμμετέχουν σε αυτόν όλοι οι αγρότες: Παναγροτική συγκέντρωση. Παναγροτικό συλλαλητήριο.

[λόγ. παν- + αγροτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go