Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανάμωμος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
πανάμωμος, επίθ.
  • (Ως επίθ. της Παναγίας) απολύτως άψογος, άμεμπτος:
    • (Πένθ. θαν. 610
    • (σε θέση ουσ.):
      • αυτών αξίωσον καμέ λιταίς της παναμώμου (Νεόφ. Έγκλ. Β́ 39).

[αρχ. επίθ. πανάμωμος. Η λ. και σήμ. εκκλ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go