Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανάκι το.
-
- Ύφασμα (θωπευτ.)·
- (εδώ συνεκδ. προκ. για φόρεμα):
- ενδυμένα … τα κορμιά … από πανάκια της Φραγκιάς (Γεωργηλ., Θαν. 123).
- (εδώ συνεκδ. προκ. για φόρεμα):
[<ουσ. πανί + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Somav. (πβ. Du Cange, λ. πανίον και App., λ. πανάκιον)]
- Ύφασμα (θωπευτ.)·



