Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παμψηφία η [pampsifía] Ο25 : το σύνολο των ψήφων ενός σώματος, όταν συγκεντρώνονται υπέρ (ή κατά) μιας μόνον πρότασης ή ενός μόνον υποψηφίου: Εκλέχτηκε πρόεδρος με ~, παμψηφεί. Έβαλαν υποψηφιότητα απλώς και μόνο για να εμποδίσουν την εκλογή του με ~.
[λόγ. παμψηφ(εί) -ία κατά το πλειοψηφία]



