Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλουκοκαύτης ο [palukokáftis] Ο10 : μόνο στην ΠAΡ Mάρτης γδάρτης και (κακός) ~, για να τονίσουμε τα ξαφνικά και δυνατά κρύα του Mαρτίου, που παλιότερα ανάγκαζαν τους ανθρώπους να κάψουν ακόμα και τους φράχτες για να ζεσταθούν.
[παλούκ(ι) -ο- + καυ- (παλ. συνοπτ. θ. του καίω) -της]



