Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλουκοκαύτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλουκοκαύτης ο [palukokáftis] Ο10 : μόνο στην ΠAΡ Mάρτης γδάρτης και (κακός) ~, για να τονίσουμε τα ξαφνικά και δυνατά κρύα του Mαρτίου, που παλιότερα ανάγκαζαν τους ανθρώπους να κάψουν ακόμα και τους φράχτες για να ζεσταθούν.

[παλούκ(ι) -ο- + καυ- (παλ. συνοπτ. θ. του καίω) -της]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go