Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παλληκαράκι το· παλληκαράκιν.
-
- 1)
- α) Νεαρό αγόρι:
- παλληκαράκι νιούτσικο (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [7]· Ιστ. Βλαχ. 571)·
- β) νέος άντρας, παλληκάρι:
- (Ιμπ. (Legr.) 398)·
- αλίμονον, Ροδίτες μου, καλά παλληκαράκια, το τι έπαθεν η νεότη σας (Γεωργηλ., Θαν. 38).
- α) Νεαρό αγόρι:
- 2) Αρσενικό παιδί, αγόρι, γιος:
- Έβαλαν τα κοράχια τους, διά να φυλαχθούσιν, με τα παλληκαράκια τους (Θρ. Κύπρ. 328).
[<ουσ. παλληκάριον + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Meursius (λ. παλικαράκη) και σήμ.]
- 1)



