Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιόγερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιόγερος ο [palójeros] Ο20 θηλ. παλιόγρια [palóγria] Ο27 : υβριστικός χαρακτηρισμός δύστροπου ή ανήθικου ηλικιωμένου ατόμου.

[παλιο-Ι + γέρος, γριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες