Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλιοδουλειά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιοδουλειά η [paloδulá] Ο24 : 1.δουλειά, δραστηριότητα από ηθική άποψη επιλήψιμη (ανήθικη, ύποπτη, παράνομη κτλ.). 2. δουλειά, εργασία που είναι γενικώς επαχθής (δύσκολη, ανιαρή, επικίνδυνη κτλ.) και συνήθ. δεν προσφέρει σημαντική ικανοποίηση (ηθική ή υλική): Πού τη βρήκες κι εσύ τέτοια ~, να πρέπει να σηκώνεσαι από τις πέντε τα χαράματα;

[παλιο-Ι + δουλειά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go