Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιοδουλειά η [paloδulá] Ο24 : 1.δουλειά, δραστηριότητα από ηθική άποψη επιλήψιμη (ανήθικη, ύποπτη, παράνομη κτλ.). 2. δουλειά, εργασία που είναι γενικώς επαχθής (δύσκολη, ανιαρή, επικίνδυνη κτλ.) και συνήθ. δεν προσφέρει σημαντική ικανοποίηση (ηθική ή υλική): Πού τη βρήκες κι εσύ τέτοια ~, να πρέπει να σηκώνεσαι από τις πέντε τα χαράματα;
[παλιο-Ι + δουλειά]



