Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλαιόσπιτον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
παλαιόσπιτον το· παλαιόσπιτο· παλιόσπιτο(ν).
  • Σπίτι παλιό:
    • το σπίτι, το παλαιόσπιτον, το καινουργιοχαλασμένον (Προδρ. III 27373 χφφ PK κριτ. υπ).
  • Ο τ. παλαιόσπιτο ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 20127‑8).

[<επίθ. παλαιός + ουσ. σπίτι. Ο τ. παλιόσπιτο και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go