Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλαιστικός -ή -ό [palestikós] Ε1 : που είναι σχετικός με την πάλη ή τον παλαιστή: Παλαιστικοί αγώνες. Παλαιστική τέχνη. H εθνική παλαιστική ομάδα.
[λόγ. < αρχ. παλαιστικός, παλαιστική (ενν. τέχνη)]



