Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλαιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαιστικός -ή -ό [palestikós] Ε1 : που είναι σχετικός με την πάλη ή τον παλαιστή: Παλαιστικοί αγώνες. Παλαιστική τέχνη. H εθνική παλαιστική ομάδα.

[λόγ. < αρχ. παλαιστικός, παλαιστική (ενν. τέχνη)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go