Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλαιοκομματισμός ο [paleokomatizmós] Ο17 : το είδος της πολιτικής ζωής όπου η δράση και ο ρόλος των κομμάτων δεν προσδιορίζονται από πολιτικά και κοινωνικά προγράμματα, αλλά από την ανάπτυξη σχέσεων συναλλαγής με τους πολίτες.
[λόγ. παλαιοκομματ(ικός) -ισμός]



