Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλαιοζωικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαιοζωικός -ή -ό [paleozoikós] Ε1 : (γεωλ.) ~ αιώνας, ο πρώτος από τους τρεις γεωλογικούς αιώνες της γης. || για κτ. που αναφέρεται στον παραπάνω αιώνα.

[λόγ. < γαλλ. paléozoïque < paléo- = παλαιο- + -zoïque < αρχ. ζω(ή) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go