Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλαιογραφικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαιογραφικός -ή -ό [paleoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιογραφία: Παλαιογραφικές μελέτες. Παλαιογραφική μέθοδος (ανάγνωσης χειρόγραφου). παλαιογραφικώς ΕΠIΡΡ με παλαιογραφι κή μέθοδο ή από παλαιογραφική άποψη.

[λόγ. < γαλλ. paléographique < paléograph(ie) = παλαιογραφ(ία) -ique = -ικός· λόγ. παλαιογραφικ(ός) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go