Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλίρροια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλίρροια η [palíria] Ο27 : το φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει και κατεβαίνει περιοδικά (καθημερινά και σε ορισμένο τόπο): Οι δύο φάσεις της παλίρροιας είναι η πλημμυρίδα και η άμπωτη.

[λόγ. < αρχ. παλίρροια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go