Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλάτιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
παλάτιον το· παλάτι· παλάτιν· παλάτιο.
  • 1)
    • α) Ανάκτορο, βασιλική κατοικία:
      • (Πτωχολ. α 514
      • κάθου στο παλάτι σου σαν ρήγας οπού είσαι (Ιστ. Βλαχ. 1886
    • β) (περιληπτ. στον πληθ.):
      • εις τα παλάτια πήγασιν του άρχοντος του τόπου (Απολλών. 776
      • εκφρ. Μέγα Παλάτιον = το ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης:
        • (Byz. Kleinchron. Á 583
      • Παλαιά Παλάτια = εγκαταλειμμένα ανάκτορα που χρησιμοποιούνται ως φυλακές:
        • (Χρον. Μορ. P 5418).
  • 2) (Κατ’ επέκταση) πολυτελές, επιβλητικό οίκημα, έπαυλη:
    • κάμε της σα γεννηθεί παλάτι, μέσα σ’ αυτόνο βάλε την (Διγ. O 55).
  • 3) (Συνεκδ.)
    • α) οι άνθρωποι, το προσωπικό του παλατιού:
      • (Νεκρ. βασιλ. 50
      • του παλατιού ήτο (ενν. ο Πεζόστρατος) θαρρετός, ξεχωριστός παρ’ άλλο (Ερωτόκρ. Ά 75
    • β) βασιλική αυλή:
      • ντροπή του βασιλέως και αισχύνη εις το παλάτι (Πτωχολ. Α 219
      • (προκ. για κοσμική εξουσία):
        • Ουδέ παλάτια δύνονται ουδ’ εκκλησιές μπορούσι, … τον καημόν τόν έχω ν’απαντούσι (Φαλιέρ., Ιστ. 637
    • γ) οι υποθέσεις του παλατιού:
      • ο βασιλεύς …, πέμπει και τον λογοθέτην, άρχοντα του παλατίου του (Πτωχολ. Ρ 98).
  • 4) (Μεταφ.)
    • α) (προκ. για εκκλησία) κυρίως ναός:
      • (Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 261
    • β) (προκ. για τη βασιλεία των ουρανών):
      • Τους εκλεκτούς … άγγελοι ν’ αναβάσουν 'ς παλάτιον το ουράνιον (Ρίμ. θαν. 140
    • γ) (προκ. για την Παναγία ως κατοικία του Χριστού):
      • (Ύμν. Παναγ. 4
    • δ) (σε μεταφ. προκ. για τάφο):
      • Στον Άδη στεφανώνομαι, μάρτυρας να 'ναι ο Χάρος … κι η μαύρη γης παλάτι (Ερωτόκρ. Έ 857
    • ε) (προκ. για το ανθρώπινο σώμα):
      • σε μπαίνω στο παλάτι μου, σε τούτο το κορμάκιν το αχαμνόν (Γεωργίου ρήτορος, Στ. α 109).

[μτγν. ουσ. παλάτιον. Ο τ. παλάτι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. παλάτιν τον 7. αι. (TLG) και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go