Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλάγκο το [paláŋgo] Ο39 : (ναυτ., τεχν.) σύστημα τροχαλιών· πολύσπαστο: Tους ανέβασαν στο κατάστρωμα με το ~.
[αντδ. < παλ. ιταλ. palangο < υστλατ. *palanca < αρχ. φαλαγγ- (φάλαγξ) στη σημ.: `ξύλινοι κύλινδροι για μετακίνηση μεγάλων βαρών΄]



