Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παιδευτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
παιδευτικός, επίθ.
  • Έμπειρος, επιδέξιος, ικανός:
    • παιδευτικός οπού ήτον, ουδέν επήκεν άργηταν (Χρον. Μορ. H 2542
    • (προκ. για στρατιώτη) εμπειροπόλεμος:
      • ευγενικοί, παιδευτικοί, στρατιώτες ανδρειωμένοι (Θησ. Ϛ́ [263]).

[αρχ. επίθ. παιδευτικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδευτικός -ή -ό [peδeftikós] Ε1 : που ασκεί ή είναι κατάλληλος για να ασκήσει παιδεία· μορφωτικός: Ο ~ ρόλος του θεάτρου. H παιδευτική αξία της ιστορίας.

[λόγ. < ελνστ. παιδευτικός (αρχ. παιδευτική ἡ `εκπαίδευση΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go