Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παιδαρέλι το [peδaréli] Ο44α : μικρό παιδί· συνηθέστερα λέγεται και για παιδιά, εφήβους, ακόμα και για νεαρά ενήλικα άτομα, όταν ο ομιλητής θέλει να προβάλει την ανωριμότητά τους, την απειρία, την αφέλεια ή επιπολαιότητα της ηλικίας τους: Άμυαλο / ανέμελο ~. Δεν ξέρω εγώ και ξέρει αυτός, ένα ~ αμούστακο; Παιδαρέλια ήμασταν τότε κι εύκολα έπαιρναν αέρα τα μυαλά μας.
[παιδ(ί) -αρέλι]



