Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδάριον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παιδάριον το· παιδάρι.
  • 1)
    • α) Μικρό παιδί:
      • (Θυσ. 591), (Δούκ. 4357
      • (προκ. για τον Έρωτα):
        • (Λίβ. P 1307
    • β) βρέφος, μωρό:
      • όταν εγεννήθη το παιδίον … είπεν: « …». Και είδεν πας άνθρωπος και εξενίστη πώς εσύντυχεν το παιδάριον (Διήγ. Αλ. V 27).
  • 2) (Μειωτ. προκ. για νεαρό και ανώριμο άτομο) παιδαρέλι:
    • ουδέν σας πέβει 'ς βασιλιά, μόνον εισέ παιδάρι (Αλεξ. 717).
  • 3) Νεαρός δούλος, υπηρέτης:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 1636).
  • 4) Νεαρό πτηνό ή ζώο:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 53923).

[αρχ. ουσ. παιδάριον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες