Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παιγνιδάκι το.
-
- Πράξη ή ασχολία που αποβλέπει στην ψυχαγωγία, παιχνιδάκι· μικροαπόλαυση:
- εις τα κρασιά τα νόστιμα, εις χίλια παιχνιδάκια δίδομαι και χαρίζομαι (Ζήν. Έ 30).
[<ουσ. παιχνίδι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Πράξη ή ασχολία που αποβλέπει στην ψυχαγωγία, παιχνιδάκι· μικροαπόλαυση:



