Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παζαριλίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παζαριλίκι το [pazarilíki] & παζαρλίκι το [pazarlíki] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκ.) το παζάρεμα, τα παζάρια.

[τουρκ. pazarlιk και μεταπλ. -ιλίκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες