Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παγωνιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγωνιά η [paγoná] Ο24 : πολύ ψυχρός καιρός· δριμύ, δυνατό ψύχος: Έχει / πιάνει ~. H ~ της νύχτας. Οι παγωνιές του χειμώνα. Έξω, στην ~ του δρόμου. || Άναψε τη σόμπα να σπάσει λίγο η ~. || παγετός: Οι παγωνιές έκαψαν τα λουλούδια. || (μτφ.): H ~ του θανάτου.

[παγών(ω) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go