Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγοπώλης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγοπώλης ο [paγopólis] Ο10, Ο11 θηλ. παγοπώλισσα [paγopólisa] Ο27 : επαγγελματίας που πουλά τεχνητό πάγο: Xρόνια πριν, όταν ακόμα γύριζαν στις γειτονιές οι παγοπώληδες και οι γαλατάδες.

[λόγ. πάγ(ος) -ο- + -πώλης· λόγ. παγοπώλ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες