Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παγοκολόνα η [paγokolóna] Ο25 : 1.μεγάλο, ορθογώνιο κομμάτι πάγου που το χρησιμοποιούν (ολόκληρο ή θρυμματισμένο) σε ψυγεία πάγου ή για τη διατήρηση τροφίμων. 2. (μτφ.) για πολύ ψυχρή γυναίκα.
[πάγ(ος) -ο- + κολόνα]



