Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παγιοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγιοποίηση η [pajiopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παγιοποιώ. α. παγίωση: H ~ μιας κατάστασης / της ειρήνης. β. η μεταβολή χρηματικού ποσού σε πάγιο: ~ κεφαλαίου.

[λόγ. παγιοποιη- (παγιοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go