Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παίνεμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παίνεμα το [pénema] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παινεύω· λόγος που επαινεί· έπαινος, εγκώμιο: Για να τους καλοπιάσει, άρχισε τα παινέματα. Tο κακόμαθε το παιδί με τα χάδια και τα πολλά παινέματα.

[παινεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Κριαρά]
παίνεμα το· παίνεμαν.
  • 1)
    • α) Έπαινος:
      • θέλει ακουστεί το παίνεμα … πως έλαβες πολλές τιμές (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4122
      • φρ. κάνω παινέματα = επαινώ κάπ.:
        • (Ερωτόκρ. Δ́ 961
    • β) κολακεία:
      • 'ς τούτα τα θρονιά τ’ αφτιά μου αφουκραστήκα πολλώ λογιώ παινέματα (Ερωφ. Γ́ 267
    • γ) επαινετικός λόγος, εγκώμιο:
      • να γράφ’ η χέρα στο χαρτί … ύμνους πολλούς, παινέματα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3991).
  • 2) (Προκ. για το Θεό) δοξαστικό αφιέρωμα:
    • να είναι όλος ο καρπός του (ενν. του δέντρου) άγιο παίνεμα του Κύριου (Πεντ. Λευιτ. XIX 24).
  • 3)
    • α) Αντικείμενο επαίνου, καύχημα, καμάρι:
      • θαμπώνεται το φως μου (ενν. εμένα, του Μεγάλου Κάστρου), οπού 'τον … παίνεμα το δικό μου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 54820
    • β) (προκ. για πρόσωπο):
      • να 'ναι (ενν. ο Ρωτόκριτος) πρώτος ολωνώ, το παίνεμα της νιότης (Ερωτόκρ. Β́ 1236).
  • 4) Αξιέπαινη πράξη:
    • τα παινέματα τα τόσα σου δηγάται (Φορτουν. Αφ. 24).
  • 5) Έγκριση, επιδοκιμασία, επικρότηση:
    • παίνεμα ελπίζω, αφέντη μου, να δώσεις τση βουλής μου (Ερωφ. Δ́ 268).

[<αόρ. του παινώ (βλ. επαινώ) + κατάλ. ‑μα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Τ. ε‑ στο Βλάχ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες