Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παίδας
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παίδας ο.
  • 1) Γιος:
    • έφυγεν ο Φιλίππου Μπικενής με τον παίδαν του σιρ Φιλίππου (Μαχ. 63033).
  • 2) Παιδί· αγόρι:
    • παίδαν ανήλικον (Ασσίζ. 4642).
  • 3) Νέος:
    • παίδας έφθασε, πρόδρομος Αντιχρίστου (Ανακάλ. 117).

[<αιτιατ. του ουσ. παις. Τ. ‑ους σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες